Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η εθνική ανεξαρτησία

См. также в других словарях:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • αγωνιστές — Έτσι ονομάζονται όσοι πρόθυμα και δίχως προσωπικό συμφέρον υποβάλλονται σε κόπους και θυσίες –υλικές και ηθικές– για το κοινό καλό. Στην Ελλάδα, με τη λέξη αυτή εννοούνται όσοι πολέμησαν για την εθνική ανεξαρτησία, την ελευθερία και τη δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • ΠEEA — (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης). Έτσι ονομαζόταν επίσημα η κυβέρνηση των βουνών την περίοδο της Κατοχής. Ιδρύθηκε στις 10 Μαρτίου 1944 στο χωριό Βίνιανη της Ευρυτανίας, με πρωτοβουλία της Κεντρικής Επιτροπής του EAM, που για τον σκοπό… …   Dictionary of Greek

  • Ο’ Κόνελ, Ντάνιελ — (Daniel O’ Connell, Καιρσίβην, Κέρυ 1775 – Γένουα 1847). Ιρλανδός πολιτικός, ένας από τους μεγαλύτερους εθνικούς ήρωες της Ιρλανδίας. Δικηγόρος (1798), αφιερώθηκε γρήγορα στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία της χώρας του. Η Καθολική Ένωση, που… …   Dictionary of Greek

  • Περθ — (Perth). Όνομα 2 πόλεων. 1. Πόλη (... κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας στη Σκοτία, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας. Είναι χτισμένη πάνω στον πλωτό ποταμό Τέι, σε απόσταση 50 χλμ. από το Εδιμβούργο, με το οποίο συνδέεται με σιδηροδρομική γραμμή. Έχει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»